- στοχάς
- στοχάςan erection of stone or wood for fixing net polesfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στοχάς — άδος, ἡ, Α 1. μικρό ύψωμα από πέτρες ή ξύλα σε ανώμαλο έδαφος όπου στερέωναν τα κοντάρια τών κυνηγετικών διχτιών 2. ως επίθ. αυτή που κινείται κατά στοίχους, σε σειρές («Λίβυες οἰωνοὶ στοχάδες», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στόχος + επίθημα άς, άδος… … Dictionary of Greek
στόχος — ο, ΝΜΑ σημείο ή αντικείμενο προς το οποίο σκοπεύει, κατευθύνει τη βολή τού όπλου του κάποιος, σημάδι νεοελλ. 1. σκοπός, επιδίωξη 2. πρόσωπο ή αντικείμενο προς το οποίο κατευθύνεται μια ενέργεια («έγινε στόχος άδικων επικρίσεων και συκοφαντιών») 3 … Dictionary of Greek